- Σαρδηνία
- η о-в Сардиния
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Σαρδηνία — Νησί της Ιταλίας, το δεύτερο της Μεσογείου σε έκταση (23 813 τ. χλμ.) μετά τη Σικελία. Βρίσκεται στο κέντρο της δυτικής Μεσογείου, Α του Τυρρηνικού πελάγους και χωρίζεται από την Κορσική με το στενό του Μπονιφάτσιο. Διοικητικά αποτελεί, μαζί με… … Dictionary of Greek
Σαρδηνία — η μεγάλο νησί της Ιταλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek
κουνάβι — Κοινή ονομασία ειδών του γένους Martes της οικογένειας των μουστελιδών. Πρόκειται για σαρκοφάγα θηλαστικά, με σώμα μήκους 70 εκ., από τα οποία περίπου τα 25 καταλαμβάνει η ουρά. Το κ. έχει μυτερό κεφάλι, φέρει μικρά τριγωνικά αφτιά και ζωηρά… … Dictionary of Greek
μενχίρ — (menhir). Όρος της βρετονικής που σημαίνει μακρός λίθος και χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ένα είδος προϊστορικού μνημείου αρκετά διαδεδομένου στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Μεγάλη Βρετανία και γενικά σε όλες τις μεσογειακές περιοχές που… … Dictionary of Greek
σαρδηνιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδηνία 2. φρ. «σαρδηνιακή γλώσσα» γλωσσ. διαλεκτικού χαρακτήρα γλώσσα τής ομάδας τών ρομανικών γλωσσών, που διατηρείται ζωντανή κυρίως ως γλώσσα τού σπιτιού, αριθμεί 1.000.000 ομιλητές στη… … Dictionary of Greek
σαρδόνιος — α, ο / σαρδόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, ία, ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α (κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση τού προσώπου νεοελλ. «σαρδόνιο… … Dictionary of Greek
Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου … Dictionary of Greek
γεωτρίτων — Γένος αμφιβίων που ανήκει στην υπόταξη των σαλαμανδροειδών και στην οικογένεια των πληθοδοντιδών. Το μοναδικό είδος στην Ευρώπη, ο υδρομάντης ο ιταλικός, συναντάται στη Σαρδηνία, στη νότια Γαλλία και στην κεντρική Ιταλία. Το σώμα του έχει μήκος… … Dictionary of Greek